- παρέσχατος
- -άτη, -ον Α1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον έσχατο, ο προτελευταίος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρεσχάτηγραμμ. η παραλήγουσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρέσχατος — last but one masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέσχατον — παρέσχατος last but one masc/fem acc sg παρέσχατος last but one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεσχάτοις — παρέσχατος last but one masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεσχάτῳ — παρέσχατος last but one masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek